- κυβικός
- κυβικόςcubicmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… … Dictionary of Greek
κυβικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο: Έχει κυβικό σχήμα. 2. «κυβικό μέτρο», μονάδα μέτρησης όγκου ίση με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβικά — κυβικός cubic neut nom/voc/acc pl κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc/acc dual κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικῶν — κυβικός cubic fem gen pl κυβικός cubic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικόν — κυβικός cubic masc acc sg κυβικός cubic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικαῖς — κυβικός cubic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικαί — κυβικός cubic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοῖς — κυβικός cubic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοί — κυβικός cubic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοῦ — κυβικός cubic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)